- αθασόφυλλο
- τορόφημα από βρασμένα φύλλα αμυγδαλιάς ή από αμύγδαλα και λιναρόσποροχρησιμοποιείται στην Κύπρο ως μαλακτικό τού στήθους για κρυολογήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αθάσι + φύλλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθάσι — και θάσιο και θιάσο, το 1. είδος αφράτων αμυγδάλων 2. νωπό αμύγδαλο 3. εκχύλισμα αμυγδάλων, αθασόγαλο, σουμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεματικό + θάσιον, τo < θάσιος «τής νήσου Θάσου» < Θάσος. ΠΑΡ. αθασία, αθασούδι, αθασωτός. ΣΥΝΘ. αθασόγαλο,… … Dictionary of Greek